ζωοποιεῖ — ζωοποιέω make alive pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ζωοποιέω make alive pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ζωοποιέω 2 make alive pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ζωοποιέω 2 make alive pres ind act 3rd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳοποιεῖ — ζῳοποιέω 1 pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ζῳοποιέω 1 pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωπυρίς — ζωπυρίς, ἡ (Α) αυτή που ζωοποιεί, που αναζωογονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + πυρίς (< πυρίζω < πυρ), πρβλ. απο πυρίς < απο πυρίζω] … Dictionary of Greek
κάρμα — (karma). Κεντρικό δόγμα της ινδικής θρησκείας και σκέψης. Στα σανσκριτικά κ. σημαίνει πράξη και κατά τη βεδική περίοδο είχε την έννοια της δύναμης της τελετουργικής πράξης και των αποτελεσμάτων της, που ήταν συνδεμένη με το βράχμαν, την παγκόσμια … Dictionary of Greek
ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… … Православная энциклопедия